- Φιλισταίος
- ο, ΝΑσυν. στον πληθ. οι Φιλισταίοιλαός τού Αιγαίου που εγκαταστάθηκε στην ακτή τής Παλαιστίνης λίγο πριν από την άφιξη τών Ισραηλιτών, αναφερόμενος στην Παλαιά Διαθήκη και σε αιγυπτιακά μνημείανεοελλ.ως προσηγ. εγωκεντρικός, μικρόψυχος και περιορισμένης αντίληψης άνθρωπος, γεμάτος προλήψεις, άτομο που γενικεύει τη δική του στενότητα πνεύματος και τήν ανάγει σε νόμο τής ανθρωπότητας.
Dictionary of Greek. 2013.